ψυκτικός

ψυκτικός
-ή, -ό / ψυκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [ψύχω (II)]
αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» — οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις
β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός
τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την επισκευή ψυκτικών εγκαταστάσεων και συσκευών
2. φρ. α) «ψυκτική εγκατάσταση»
τεχνολ. εγκατάσταση που περιλαμβάνει ψυκτικούς θαλάμους και ψυκτικά μηχανήματα σε συνδυασμό με τα σχετικά βοηθητικά όργανα και η οποία χρησιμεύει για τη συντήρηση σε χαμηλές θερμοκρασίες ευαλλοίωτων τροφίμων, φαρμακευτικών κ.ά. προϊόντων
β) «ψυκτική μηχανή»
φυσ. μηχανή που απορροφά τη θερμότητα από μια ψυχρή δεξαμενή θερμότητας για να τήν αποδώσει στη συνέχεια σε άλλη δεξαμενή θερμότητας, η οποία όμως έχει υψηλότερη θερμοκρασία
γ) «ψυκτικό υγρό»
τεχνολ. εξαιρετικά πτητικό υγρό το οποίο μέσω τής εξαέρωσής του επιφέρει ψύξη στις ψυκτικές εγκαταστάσεις
δ) «ψυκτικός θάλαμος»
τεχνολ. ο χώρος κατάψυξης σε μια συσκευή ή εγκατάσταση
ε) «ψυκτικά μίγματα»
τεχνολ. μίγματα ουσιών με τα οποία επιτυγχάνεται παρατεταμένος υποβιβασμός τής θερμοκρασίας τού χώρου στον οποίο βρίσκονται
στ) «ψυκτική ισχύς»
(θερμοδ.) η ανά μονάδα χρόνου αφαιρούμενη μέσω ψυκτικής εγκατάστασης ποσότητα θερμότητας
ζ) «ψυκτικό κύκλο»
(θερμοδ.) ακολουθία θερμοδυναμικών διεργασιών κατά τις οποίες αφαιρείται θερμότητα από μέσο χαμηλής θερμοκρασίας και αποδίδεται σε μέσο υψηλότερης θερμοκρασίας
η) «ψυκτικός συμπιεστήρας» — βλ. συμπιεστήρας
θ) «ψυκτικό μέσο»
(θερμοδ.) ρευστό το οποίο υποβάλλεται σε διεργασίες ψυκτικού κύκλου
ι) «ψυκτικός τόννος»
μετρολ. μονάδα ψυκτικής ισχύος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που προκαλεί δυσχέρειες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψυκτικά
αντιπυρετικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυκτικός — cooling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ψύξη, πάγωμα: Πήρε ψυκτικές μηχανές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυκτικά — ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc pl ψυκτικά̱ , ψυκτικός cooling fem nom/voc/acc dual ψυκτικά̱ , ψυκτικός cooling fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικώτερον — ψυκτικός cooling adverbial comp ψυκτικός cooling masc acc comp sg ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικῶν — ψυκτικός cooling fem gen pl ψυκτικός cooling masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικόν — ψυκτικός cooling masc acc sg ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικώτατον — ψυκτικός cooling masc acc superl sg ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικαί — ψυκτικός cooling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικοῖς — ψυκτικός cooling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικοῖσι — ψυκτικός cooling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”